28ο ΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Αθήνα, 24-25-26/11/2006
Ι. Γενικές εκτιμήσεις για τη δράση μας.
Το κεντρικό σύνθημα του προηγούμενου (27ου) Συνεδρίου μας ήταν «με όραμα, ενότητα και συμμετοχή αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις μιας νέας εποχής».
Το προηγούμενο Συνέδριό μας είχε έγκαιρα δει τη συσσώρευση πολλών, σύνθετων και διαρκών προκλήσεων για τον κόσμο της εργασίας τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και για τη χώρα μας και ειδικότερα για τον κλάδο μας.
Οι στόχοι και οι διαπιστώσεις του μας προετοίμαζαν για τις προκλήσεις και για τις δύσκολες μάχες που θα είχαμε να δώσουμε σε όλα τα μέτωπα, για την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων του κλάδου, της απασχόλησης και των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας συνολικότερα, χωρίς εφησυχασμό ή επανάπαυση στα μέχρι τότε «δεδομένα».
Η πραγματικότητα, ωστόσο, ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη και βρισκόμαστε εδώ κάτω από ένα νέο σύνθημα «ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΔΥΝΑΜΗ – ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ Η ΕΛΠΙΔΑ»
Συνάδελφοι,
Αντιμετωπίσαμε και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε όχι απλώς «προκλήσεις» από μια φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων στο διεθνές επίπεδο, στη χώρα και στον κλάδο μας, αλλά απροκάλυπτες επιθέσεις σε όλα σχεδόν τα μέτωπα που μας αφορούν, απόπειρες βίαιης ανατροπής του θεσμικού πλαισίου, των εργασιακών και ασφαλιστικών μας δικαιωμάτων, προκλητικές συμπεριφορές των εργοδοτών, ακόμα και οφθαλμοφανείς παραβιάσεις έννομης και συνταγματικής τάξης.
Είναι γεγονός ότι ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων τα τελευταία χρόνια ελάχιστα βοηθάει τους εργαζόμενους και τα συμφέροντά τους, την υπόθεση της ειρήνης, της δημοκρατίας, της ουσιαστικής ανάπτυξης και της ευημερίας των λαών. Τα πρόσφατα παραδείγματα των πολέμων στο Ιράκ, αλλά και η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο, με κίνδυνο ανάφλεξης ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, μας δίνουν μια γεύση για το πως εννοούν οι ισχυροί τις έννοιες του δίκαιου, της... «αυτοάμυνας», των εγκλημάτων πολέμου, αλλά και το πόσο λίγο εκτιμούν την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής!
Ζούμε σ’ ένα κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στις αυθαιρεσίες των ισχυρών, στην ασυδοσία της αγοράς και στην προσπάθεια των λαών και των κινημάτων να ανοίξουν δρόμους για ένα κόσμο καλύτερο, με δημοκρατία, ευημερία, κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή, ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λογική, που αναγορεύει σε υπέρτατο νόμο την ασυδοσία της αγοράς και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, προσπαθώντας να μας πείσει ότι η υποταγή, η αβέβαιη και ασταθής εργασία των απεριόριστων ωραρίων (που ενδέχεται να φτάνουν και τις 65 ώρες την εβδομάδα!) και των μισθών πείνας είναι... «πρόοδος» και ταυτόχρονα μονόδρομος για την επιβίωση του κόσμου, της Ευρώπης και για την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας μας!
Αντιτασσόμαστε σ’ αυτό το «όραμα» του τρόμου και της εξαθλίωσης.
Πιστεύουμε πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αυτός για τον οποίο μάχονται τα μαζικά κινήματα σ’ όλο τον κόσμο:
για δημοκρατική ρύθμιση και έλεγχο της ασυδοσίας της αγοράς,
για να μπει φραγμός στη νεοφιλελεύθερη λογική της εμπορευματοποίησης και της εκποίησης των πάντων, στη λογική της ιδιώτευσης, της εξαθλίωσης, των ανισοτήτων και των διακρίσεων, στη λογική της υποβάθμισης των εργαζόμενων και του ευτελισμού της ίδιας της εργασίας!
Σ’ αυτά τα πλαίσια, το σ.κ. του κλάδου μας έδωσε και δίνει τη μάχη του για πραγματική σύγκλιση, δημοκρατία, για ανάπτυξη με απασχόληση, κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή, αλληλέγγυο με το ευρωπαϊκό και το διεθνές σ.κ.
Σε όλο το διάστημα που πέρασε σταθήκαμε αλληλέγγυοι στη διεκδίκηση των στόχων του σ.κ. στη χώρα μας και πρωτοστατήσαμε στις κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ για:
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στον κλάδο μας, έχουμε ήδη αναλύσει τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και το σ.κ.
Έχουμε εκτιμήσει, ότι οι εξελίξεις στον κλάδο δημιουργούν ένα ιδιαίτερα «γκρίζο τοπίο» για τους εργαζόμενους, που χαρακτηρίζεται από:
Στη βάση αυτή οριοθετήσαμε τους βασικούς άξονες και τις προτεραιότητες της δράσης μας, που με βάση και τις αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου μας ήταν :
Ουσιαστική προστασία της απασχόλησης, στις ποσοτικές και στις ποιοτικές της παραμέτρους.
Ενιαία και βιώσιμη λύση για το Ασφαλιστικό του κλάδου.
Αποτελεσματική παρέμβαση σε κάθε είδους επιχειρησιακές αναδιαρθρώσεις στον κλάδο, για την προστασία των εργασιακών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη βελτίωσή τους μέσα σε βιώσιμα, κοινωνικά υπεύθυνα και θετικά για την ανάπτυξη επιχειρηματικά σχήματα.
Εφαρμογή των ΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας σε κάθε χώρο του κλάδου, χωρίς «γκρίζες ζώνες», χωρίς αμφισβητήσεις, διακρίσεις και αποκλεισμούς.
Ουσιαστικός και υπεύθυνος κοινωνικός διάλογος, σε όλα τα επίπεδα, με την ανάληψη από τους εργοδότες της αυτονόητης υποχρέωσής τους να έχουν συγκροτημένη κλαδική εργοδοτική εκπροσώπηση.
Τεκμηριωμένες και ουσιαστικές συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ουσιαστική παρουσία, ενότητα και αποτελεσματικότητα του σ.κ. σε κάθε χώρο του κλάδου.
Αναβαθμισμένη, συντονισμένη και αποτελεσματική λειτουργία της ΟΤΟΕ και του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ.
Με βάση τα παραπάνω αναπτύξαμε τη στρατηγική μας στην τριετία που πέρασε.
Σήμερα είναι πια φανερό ότι οι στόχοι της πραγματικής σύγκλισης των αμοιβών και των παροχών, του ισχυρού κοινωνικού κράτους, παραπέμπονται από την Κυβέρνηση στις ελληνικές καλένδες, στο όνομα μιας άνευ όρων ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και μιας κακώς εννοούμενης ανταγωνιστικότητας που προσπαθούν να την ενισχύσουν σε καθαρά νεο-φιλελεύθερα πλαίσια.
Πόροι και παροχές δεν περισσεύουν για τους εργαζόμενους. Περισσεύουν, αντίθετα, για την άνευ όρων φοροελάφρυνση, την επιδότηση, την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, συμπεριλαμβανομένων των υπερκερδοφόρων Τραπεζών, τη στιγμή που σφίγγει όλο και περισσότερο η θηλιά για 2,7 εκατομμύρια νοικοκυριά, που έχουν εμπλακεί σε ένα ή περισσότερα δάνεια και χρωστούν συνολικά πάνω από 70 δισεκατομμύρια ευρώ !
Με τις αντισυνταγματικές ρυθμίσεις της Κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό, οι Τράπεζες επιχειρούν να απαλλαγούν από τις σωρευμένες υποχρεώσεις τους απέναντι στα ταμεία των εργαζομένων του κλάδου. Το κόστος των γενναιόδωρων παροχών της Κυβέρνησης στους Τραπεζίτες το πληρώνουν αφ’ ενός το κοινωνικό σύνολο, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, αφ’ ετέρου οι εργαζόμενοι, μέσα από την αφαίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και βέβαια οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ και των άλλων ασφαλιστικών ταμείων, μέσα από τη γενικότερη ανατροπή της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, που επιφέρουν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις.
Η «επίλυση του ασφαλιστικού των Τραπεζών» από την Κυβέρνηση δεν είναι μόνο «στον αέρα», αλλά θα αποδειχθεί αντισυνταγματική, σκανδαλωδώς χαριστική για τις Τράπεζες και ιδιαίτερα βλαπτική για τους εργαζόμενους του κλάδου!
Τα παραπάνω συνδυάζονται, στην παρούσα συγκυρία, με τις προθέσεις συντηρητικών κύκλων και της ίδιας της Κυβέρνησης, να προωθηθεί μια κακώς εννοούμενη «ανταγωνιστικότητα», με τη σαφώς προδιαγραφόμενη προοπτική να περικοπούν θεμελιώδεις εργασιακές και ασφαλιστικές κατακτήσεις.
‘Ομως κατά τα τελευταία χρόνια οι εργασιακές μας σχέσεις δε δέχονται, απλά, πιέσεις.
Δέχθηκαν – και συνεχίζουν να δέχονται- ολομέτωπη επίθεση!
Την πρώτη γεύση την πήραμε από τις ρυθμίσεις της Κυβέρνησης για το ωράριο και τις υπερωρίες, με τις οποίες χαρίστηκαν πολλά δις ευρώ στους εργοδότες όλης της χώρας, χωρίς καμιά υποχρέωση ή αντάλλαγμα εκ μέρους τους, κι αυτό σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων για τους οποίους αυξάνεται ο χρόνος εργασίας, καταργείται, ουσιαστικά, το οκτάωρο, μειώνονται οι αποδοχές και οι συντάξεις τους κατά 15% τουλάχιστον.
Στο ίδιο διάστημα συνεχίστηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι εξαγορές- συγχωνεύσεις, ο ανασχεδιασμός και η εξωτερίκευση δραστηριοτήτων, που επηρεάζουν σε μεγάλη έκταση τη σταθερότητα, το περιεχόμενο και τις προοπτικές της απασχόλησης, την ίδια τη φύση της εργασίας μας, αλλά και τις προτεραιότητες στη δράση της ΟΤΟΕ.
‘Εγκαιρα προσανατολίσαμε και προσαρμόσαμε τη δράση μας στα νέα δεδομένα, ρίχνουμε ιδιαίτερο βάρος στο ιδιωτικό κομμάτι του κλάδου, καλύπτοντας και νέους χώρους και εφαρμόζοντας νέες μορφές παρέμβασης - υποστήριξης των συλλόγων-μελών μας, αλλά και προβολής των θέσεων και των προτάσεών μας στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Αυτό ήταν αναγκαίο, αφού στο ίδιο διάστημα η διάρθρωση του κλάδου άλλαξε δραματικά, με κυριαρχία, πλέον, του ιδιωτικού ή και του ελεγχόμενου από αδιευκρίνιστα ξένα συμφέροντα τομέα.
Ακόμα και οι επιλεγμένες από την Κυβέρνηση διοικήσεις των κρατικού ή σωστότερα κοινωνικού (λόγω των ασφαλιστικών ταμείων-μετόχων τους) ενδιαφέροντος Τραπεζών συμπεριφέρονται, με την ανοχή, την παρότρυνση ή και τη συνενοχή της Κυβέρνησης, σαν τον οποιοδήποτε ιδιώτη, εκποιώντας σκανδαλωδώς τη δημόσια περιουσία, επενδύοντας με αδιαφανή και σε ορισμένες περιπτώσεις έωλα κριτήρια, ή μεταθέτοντας βάρη και υποχρεώσεις τους στο κοινωνικό σύνολο, απολαμβάνοντας συνεχώς αυξανόμενα υπερκέρδη, χωρίς στην ουσία να λογοδοτούν πουθενά!
Και ενω όλα αυτά συμβαίνουν, βρισκόμαστε στο κατώφλι ενός νέου κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων στον κλάδο, που αναμένεται να ανατρέψει περαιτέρω τα ήδη υπάρχονται με την είσοδο και νέων «παικτών», από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
‘Ολα τα παραπάνω, λόγω της συνεχούς ανάπτυξης της τραπεζικής αγοράς και σε αντίθεση με ότι συνέβη σε άλλες χώρες της Ε.Ε, δεν έχουν ακόμα οδηγήσει σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων και σε μεγάλης κλίμακας αναδιαρθρώσεις δικτύων (μαζικό κλείσιμο καταστημάτων κλπ). Ωστόσο, η στασιμότητα, αλλά ακόμα και η συρρίκνωση της απασχόλησης είναι ήδη γεγονός σε ένα μεγάλο κομμάτι του κλάδου, ιδίως μετά από εξαγορές και συγχωνεύσεις, αλλά και με την έξαρση των «εθελούσιων» εξόδων.
Πέρα από τη μείωση των θέσεων εργασίας, έχουμε αρνητικές εξελίξεις και στη διάρθρωση, στην ποιότητα και στη σταθερότητα της απασχόλησης.
Οι Τράπεζες παραμένουν, ως απεδείχθη, σταθερές στην επιλογή τους για φθηνούς, απεριόριστα «ευέλικτους» εργαζόμενους, αποκομμένους από τις διασφαλίσεις (ωράριο, αμοιβές, παροχές) των κλαδικών ΣΣΕ και από κάθε συλλογική έκφραση, προστασία και συμμετοχή. Δηλαδή εργαζόμενους απεριόριστων καθηκόντων και ευθύνης, με μηδενικά δικαιώματα!
Παράλληλα, διεκδικούν όχι απλά εξαιρέσεις και «γκρίζες ζώνες» στην εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και της εργατικής νομοθεσίας, αλλά πλήρη κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ και χαλάρωση – έως και απάλειψη- κάθε περιοριστικής για τους σκοπούς τους νομοθεσίας (μετατροπή των συμβάσεων σε ατομικές).
Απέναντι σ’ αυτή τη στάση των εργοδοτών και της Κυβέρνησης, επόμενο ήταν η τριετία 2003-2006 να σημαδευτεί από αγώνες και σημαντικές αναμετρήσεις σε όλα τα επίπεδα.
Σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι:
Σε όλο αυτό το διάστημα:
Αναμετρηθήκαμε και δικαιωθήκαμε δεκάδες φορές:
Για το ασφαλιστικό
Για την προστασία της Απασχόλησης
Για την εφαρμογή των κλαδικών Σ.Σ.Ε. και της Εργατικής Νομοθεσίας
Για την προάσπιση των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων
Για την υπεράσπιση των εργασιακών μας σχέσεων
Για μια σειρά τρέχοντα θέματα – προκλήσεις της καθημερινότητας
Ο Απολογισμός μας είναι πλούσιος σε γεγονότα, σε πρωτοβουλίες και σε αποφασιστικές παρεμβάσεις του σ.κ. του κλάδου.
Δώσαμε ιδιαίτερο βάρος στην ενότητα και την αποτελεσματικότητα του σ.κ. σε κλαδικό, επιχειρησιακό και τοπικό επίπεδο, ικανό να παρέχει ουσιαστικές υπηρεσίες, ενημέρωση και αποτελεσματική προστασία στους εργαζόμενους.
Στο διάστημα αυτό εργαστήκαμε, με σημαντικά αποτελέσματα,
Η ΟΤΟΕ μίλησε σε όλες ανεξαιρέτως τις Γενικές Συνελεύσεις των Συλλόγων και των Νομαρχιακών Παραρτημάτων σε συγκεντρώσεις συναδέλφων, ιδιαίτερα στους τόπους εργασίας.
Για τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου των δυνάμεων της εργασίας σε κάθε χώρο, πέρα από παρατάξεις, κομματικές και πελατειακές σκοπιμότητες.
Για τη δημιουργία συνδικάτων σε κάθε εργασιακό χώρο, που να εκφράζουν και να συσπειρώνουν όλες τις δυνάμεις του σ.κ.
Για την ανανέωση μέσα από εκλογική διαδικασία του συνόλου (περίπου πενήντα) των Νομαρχιακών Παραρτημάτων
Για την καταγραφή των εργασιακών χώρων του κλάδου και των ειδικών προβλημάτων τους.
Πάνω από σαράντα (40) ημέρες απεργίες τα τελευταία τρία χρόνια, για να προασπίσουμε τα βασικά μας δικαιώματα.
Ωστόσο δεν έλειψαν οι αδυναμίες στην καθημερινότητα της λειτουργίας και της δράσης, όπως:
• Η παραταξιοποίηση και η έλλειψη στήριξης των αποφάσεων των οργάνων από όλους
• Η μη ενεργητική συμμετοχή στελεχών στην καθημερινή δράση και στην υλοποίηση των αποφάσεων
• Η έλλειψη ενότητας και συνοχής του σ.κ. στον ίδιο χώρο
• Τα προβλήματα στις σχέσεις ορισμένων συλλόγων με την Ομοσπονδία.
Τα παραπάνω αποτέλεσαν ανασταλτικούς παράγοντες στην αποτελεσματικότητα της ΟΤΟΕ και πρέπει να ξεπεραστούν. Μπροστά στις ολομέτωπες επιθέσεις που δεχόμαστε από τους εργοδότες, συχνά με σύμμαχο ή υποκινητή την ίδια την Κυβέρνηση, δεν έχουμε την πολυτέλεια για αδυναμίες, λάθη, παραταξιακά ή επιχειρησιακά συμφέροντα.
Η δράση μας, στους κύριους τομείς δουλειάς και ειδικότερα
ήταν συνοπτικά η ακόλουθη:
Α. ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Η συλλογική διαπραγμάτευση της κλαδικής ΣΣΕ 2004-2005 συνάντησε αρκετές δυσκολίες, καθυστερήσεις (λόγω και της αλλαγής ορισμένων διοικήσεων, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2004) και στείρες αμφισβητήσεις από την πλευρά των εργοδοτών, οι οποίοι προσήλθαν με σαφή πρόθεση να υποβαθμίσουν το κύρος και το περιεχόμενο της κλαδικής ΣΣΕ.
Χρειάστηκαν πολυάριθμες συναντήσεις, απεργιακές κινητοποιήσεις και ποικίλες πρωτοβουλίες της ΟΤΟΕ, ακόμα και Τριμερής συνάντηση, με πρωτοβουλία του τότε Υπουργού Απασχόλησης, για να έχουμε κατάληξη στις διαπραγματεύσεις.
Για να προασπίσει τα συμφέροντα των εργαζομένων στο κλάδο, να διεκδικήσει αποτελεσματικά τις θέσεις και τις προτάσεις της και για να κάμψει τη συντονισμένη αδιαλλαξία των τραπεζών, η ΟΤΟΕ κινήθηκε δραστήρια, διαμορφώνοντας θετικό κλίμα στην κοινή γνώμη και ισχυρή δυναμική στο εσωτερικό του κλάδου,
Τελικά στις 17-6-2004 υπογράψαμε τη διετή κλαδική Σύμβαση 2004-2005, με την οποία πετύχαμε:
Το περιεχόμενο της ΣΣΕ κρίθηκε θετικό γιατί ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των εργαζόμενων και δημιούργησε προϋποθέσεις για διεκδίκηση από καλύτερες βάσεις στο μέλλον.
Η αντίθεση, ωστόσο, των εργοδοτών στη σκοπιμότητα σύναψης κλαδικής ΣΣΕ και ειδικότερα στη συζήτηση σημαντικών οικονομικών και θεσμικών θεμάτων που προέτασσε σε αυτήν η ΟΤΟΕ είχε ήδη διαφανεί, εντάθηκε δε στη συνέχεια με απόπειρες συστηματικής παραβίασης ή και ακύρωσης του κλαδικού ωραρίου εργασίας και συναλλαγών, με αποκορύφωμα τη γνωστή πρακτική της Eurobank στο Εμπορικό Κέντρο “The Mall”.
Μετά τα Νομοσχέδια για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τη μείωση του κόστους των υπερωριών και τις εξώφθαλμα χαριστικές για τις Τράπεζες ρυθμίσεις του Ασφαλιστικού, οι Τράπεζες επεχείρησαν να κάνουν πράξη την κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ και την απαξίωση της ΟΤΟΕ.
Σε απάντηση της Πρόσκλησης για διαπραγμάτευση της νέας κλαδικής ΣΣΕ 2006 που η ΟΤΟΕ έστειλε, στα τέλη Ιανουαρίου του 2006, σε όλες τις επιχειρήσεις του τραπεζικού κλάδου, στις 31-1-2006, 6 Τράπεζες (Εθνική, Αγροτική, Εμπορική, Alphabank, Eurobank και Πειραιώς, στις οποίες κατόπιν προστέθηκε και η Τράπεζα Αττικής) με σχεδόν πανομοιότυπη επιστολή τους, δήλωσαν ότι αρνούνται να ορίσουν κοινούς εκπροσώπους και να διαπραγματεύονται στο δήθεν ξεπερασμένο και πέραν των δυνατοτήτων τους (!) κλαδικό επίπεδο, τονίζοντας ότι εφεξής επιθυμούν να διαπραγματεύονται μόνο επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Σε αυτό το πρωτοφανές για τα δημοκρατικά δεδομένα και το νομικό μας πολιτισμό εγχείρημα, που ήρθε ως επιστέγασμα των ασύδοτων κερδοσκοπικών πρακτικών των Τραπεζών σε βάρος των πολιτών, πρωτοστάτησαν και Τράπεζες (Εθνική, Αγροτική, Εμπορική), οι οποίες ελέγχονταν την περίοδο εκείνη άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο, με διοικήσεις επιλεγμένες από την Κυβέρνηση.
Οι Τράπεζες αυτές επιχείρησαν να κάνουν πράξη τη γενικευμένη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και των αντίστοιχων ελάχιστων μισθολογικών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Μη αρκούμενες στα υπερκέρδη που συνεχώς αποκομίζουν σε βάρος των υπερχρεωμένων συμπολιτών μας, οι Τράπεζες επέλεξαν συνειδητά να παραβιάσουν τους νόμους (ο ν. 1876/90 θεσπίζει ρητά και το δικαίωμα και την υποχρέωση για κοινωνικό διάλογο και συλλογική διαπραγμάτευση, σε όλα τα επίπεδα συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων), τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κεκτημένο και το ίδιο το Σύνταγμα.
Παρέβλεψαν το προφανές γεγονός ότι, όπως και άλλες κλαδικές ΣΣΕ που κατά δεκάδες υπογράφονται σε όλη τη χώρα, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε, η ΣΣΕ ΟΤΟΕ-Τραπεζών αποτελούσε και αποτελεί το αναγκαίο κοινό πλαίσιο υγιούς ανταγωνισμού στα εργασιακά θέματα. Μια βάση ασφαλείας, πέρα από την οποία κάθε επιχείρηση έχει τη δυνατότητα, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της, να εξειδικεύσει και να συμπληρώσει τους κλαδικούς όρους αμοιβής και εργασίας, όπως προβλέπεται από το νόμο, με επιχειρησιακές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υποκατάστατο, αλλά συμπλήρωμα των κλαδικών ΣΣΕ.
Χωρίς αμφιβολία, η απόπειρα αυτή λειτουργεί ως πρώτη απόπειρα κατάλυσης όλων των κλαδικών συμβάσεων, αν όχι της ίδιας της ΕΓΣΣΕ, ώστε να αντικατασταθούν από διάσπαρτες και αποσπασματικές ρυθμίσεις ανά επιχείρηση και τελικά από ατομικές συμβάσεις όπου θα υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, δηλαδή του εργοδότη.
Η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν ήταν άμοιρη ευθυνών, αλλά αν δεν παρότρυνε τότε υπέθαλψε αυτή την απαράδεκτη στάση των Τραπεζιτών, μια χωρίς προηγούμενο επίδειξη περιφρόνησης στο Σύνταγμα, στους νόμους, στις δημοκρατικές διαδικασίες και στους εργασιακούς θεσμούς, νομιμοποιώντας την κοινωνικά ανεύθυνη και προκλητική συμπεριφορά τους. Ίδε δηλώσεις Αλογοσκούφη αμέσως μετά την αποστολή των επιστολών. Δε θα πρέπει βέβαια να ξεχνάμε τις παρεμβάσεις Μητσοτάκη, τις παρεμβάσεις του τότε Προέδρου του ΣΕΒ, Ο. Κυριακόπουλου, του τότε Προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), κ. Δρακούλη Φουντουκάκου εναντίον της Ο.Τ.Ο.Ε.
Αντιμετωπίσαμε αυτή την πρωτοφανή πρόκληση, εργοδοτών και φερέφωνων Κυβέρνησης:
Η Κυβέρνηση, η οποία αρχικά πυροδότησε τη σύγκρουση και στη συνέχεια παρατηρούσε τις εξελίξεις ως ...Πόντιος Πιλάτος. κλήθηκε από την ΟΤΟΕ να αναλάβει τις ευθύνες της και να λειτουργήσει θεσμικά, στο πλαίσιο της κατοχυρωμένης από το ν. 1876/90 τριμερούς διαδικασίας, για να αναγκάσει τις Τράπεζες να καθίσουν στο Τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Μπροστά στην πίεση του κλάδου και αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος, η Κυβέρνηση δια του τότε νέου Υπουργού Απασχόλησης Σάββα Τσιτουρίδη, αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμνα για τις κλαδικές ΣΣΕ, να αναγνωρίσει τη σημασία και την αναγκαιότητά τους και να ανταποκριθεί στο αίτημα της ΟΤΟΕ για τριμερή διαδικασία.
Η τριμερής συμφιλιωτική διαδικασία, μετά από αναβολές, ξεκίνησε στα τέλη Μαϊου και συνεχίστηκε τον Ιούνιο, εν μέσω των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Στα τέλη Ιουνίου οι Τράπεζες είχαν δεσμευτεί να δώσουν εξουσιοδοτήσεις.
Τελικά, μετά και από νέες υπαναχωρήσεις των Τραπεζών κάτω από την πίεση των εργαζόμενων του κλάδου, αλλά και της γενικότερης πολιτικής συγκυρίας (παραμονές δημοτικών εκλογών) οι Τράπεζες αναγκάστηκαν να προσκομίσουν εξουσιοδοτήσεις και να προσέλθουν στο τραπέζι των κλαδικών διαπραγματεύσεων, στις 28-8-2006.
Από όλη αυτή την πολυμέτωπη αναμέτρηση, έγινε σαφές στους εργαζόμενους, στην κοινή γνώμη και στην ίδια την Κυβέρνηση ότι :
Οι επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ ΟΤΟΕ και Τραπεζών για την Κλαδική Σ.Σ.Ε. των Τραπεζοϋπαλλήλων διακόπηκαν στις 2 Οκτωβρίου, μετά την αδιάλλακτη και αμετακίνητη στάση, που επέδειξαν οι εκπρόσωποι των Τραπεζών.
Οι εποικοδομητικές προτάσεις της ΟΤΟΕ θεωρήθηκαν ακραίες από τους εκπροσώπους των τραπεζών, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί στη γραμμή της αδιαλλαξίας που οδήγησε σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις.
Η ΟΤΟΕ έχει παραμείνει σταθερή στις προτάσεις που έγιναν στους εκπροσώπους των Τραπεζών, τα βασικά σημεία των οποίων έχουν ως εξής:
ΔΙΕΤΗΣ Συλλογική Σύμβαση για το 2006-2007
66 € αύξηση στα κλιμάκια του Ε.Μ. για το 2006
70 € αύξηση στα κλιμάκια του Ε.Μ. για το 2007
2 ειδικά πιλοτικά καταστήματα ανοικτά ανά τράπεζα (επιμίσθιο, 35ωρο, οικιοθελής εργασία, έλεγχος λειτουργίας)
Συγκεκριμένο περιεχόμενο στους εργαζόμενους των ειδικών υπηρεσιών-μονάδων (επιμίσθιο, 35ωρο, οικειοθελής εργασία, έλεγχος λειτουργίας)
Αρνήθηκε, κατηγορηματικά τη μετακύλιση κατά μία ώρα του συμβατικού ωραρίου, ενώ πρότεινε ρεαλιστικές ρυθμίσεις σε άλλα βασικά θέματα για τους εργαζόμενους, που δεν αποτελούσαν όμως θέματα ιδιαίτερης αιχμής για τις Τράπεζες.
Η αρνητική αυτή εξέλιξη στις διαπραγματεύσεις για την Κλαδική Σ.Σ.Ε. των Τραπεζοϋπαλλήλων οφείλεται στην αδιαλλαξία των Τραπεζιτών, αλλά και στην ένοχη αδιαφορία της Κυβέρνησης, η οποία κράτησε αποστάσεις με το πρόσχημα ότι «δε παρεμβαίνει στο περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης».
Η ΟΤΟΕ δε ζήτησε ποτέ παρέμβαση στο περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων, όπως υποκριτικά υπονοεί η Κυβέρνηση.
Θεωρεί, όμως, ότι είναι πολιτικό χρέος και ευθύνη της Κυβέρνησης μιας ευνομούμενης πολιτείας να προστατεύει το θεσμό των διαπραγματεύσεων και να επιβάλλει το διάλογο στην πλευρά που αρνείται (στις τράπεζες), μέχρι να υπάρξει αποτέλεσμα και συμφωνία.
Είναι αδιανόητο ο πιο κερδοφόρος κλάδος της Οικονομίας (οι τράπεζες), που ενέχονται μάλιστα στη συλλογική συνείδηση της Κοινωνίας για τον τρόπο και τις μεθόδους συσσώρευσης των κερδών τους, να είναι αδιάλλακτες και αμετακίνητες απέναντι σε βασικά αιτήματα των εργαζόμενων και η Κυβέρνηση «να σφυρίζει αδιάφορα» με αστήρικτες δικαιολογίες και διάφορα προσχήματα.
Η πρόσφατη συνάντηση της ΟΤΟΕ με τους εκπροσώπους των Τραπεζών που πραγματοποιήθηκε μετά την πρωτοβουλία που ανέλαβε ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ σ. Γ. Παναγόπουλος δεν οδήγησε σε ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Θετικό στοιχείο αυτής της συνάντησης της ΟΤΟΕ και των Τραπεζών ήταν η βούληση που εκφράστηκε και από τις δύο πλευρές για υπογραφή Κλαδικής Σ.Σ.Ε. καθώς και η από κοινού δέσμευση για συνέχιση του διαλόγου τις επόμενες ημέρες (και μετά το 28ο Συνέδριο αν χρειασθεί), με στόχο την ύπαρξη συμφωνίας.
Η ΟΤΟΕ ανεξάρτητα από τις εξελίξεις, θα καθορίσει τις δικές της προοπτικές δράσης για την Κλαδική Σ.Σ.Ε. (άμεσα και μακροπρόθεσμα) στα πλαίσια μιας νέας στρατηγικής του συνδικαλιστικού κινήματος των Τραπεζοϋπαλλήλων, με όλα τα μέσα και θα υπερασπίσει το θεσμό της Κλαδικής Σ.Σ.Ε., ανεξάρτητα από το χρόνο και τη σημερινή συγκυρία.
Στην κατεύθυνση αυτή θα έχει δίπλα της τη ΓΣΕΕ, η οποία θα συνεχίζει τις προσπάθειες για την υπογραφή της Κλαδικής Σ.Σ.Ε. με παρεμβάσεις στις Τράπεζες και στην Κυβέρνηση.
Ο θεσμός των Κλαδικών Σ.Σ.Ε. είναι ο λόγος ύπαρξης, αλλά και δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, γι’ αυτό δεν πρόκειται ο αγώνας της διεκδικητικής προσπάθειας να εγκαταλειφθεί ποτέ.
Η ΟΤΟΕ θα οργανώσει τον αγώνα και την δράση της, προκειμένου να υπογραφεί Κλαδική Σ.Σ.Ε για τους εργαζόμενους στις Τράπεζες και για να μην αμφισβητηθεί ξανά ο θεσμός των Κλαδικών Σ.Σ.Ε.
Β. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
Μετά την αλλαγή των διοικήσεων στις Τράπεζες κρατικού ενδιαφέροντος και τα πρώτα κρούσματα επιλογών αποδυνάμωσης ή και κατάλυσης των ταμείων (εθελούσιες στην ΕΤΕ, απόπειρα Προβόπουλου να καταργήσει το Επικουρικό της Εμπορικής κλπ), αλλά και μετά από τις «πρωτοβουλίες» της Κυβέρνησης να ξεκινήσει διάλογο επίλυσης του ασφαλιστικού στις Τράπεζες, είχαμε εγκαίρως ξεκαθαρίσει προς κάθε κατεύθυνση ότι:
Το Δεκέμβρη του 2004, στις συναντήσεις της ΟΤΟΕ με τον Υπουργό Οικονομίας, λάβαμε διαβεβαιώσεις ότι «η Κυβέρνηση δεν θα παρέμβει» και ότι «δεν θ’ ανοίξει θέμα ασφαλιστικού».
Παράλληλα, ξεκίνησαν διμερείς συναντήσεις με τις Τράπεζες, οι οποίες συνεχίστηκαν και μέσα στο 2005.
Στις συναντήσεις αυτές οι τραπεζίτες:
Οι προθέσεις της Κυβέρνησης να υποκαταστήσει το διμερή διάλογο, δίνοντας χείρα βοηθείας στους τραπεζίτες, φάνηκαν από τις δηλώσεις Αλογοσκούφη στην Επιτροπή Μελέτης του Ασφαλιστικού, το Φλεβάρη του 2005.
Η απάντηση της ΟΤΟΕ ήταν άμεση, με μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις.
Στο διάστημα Μαρτίου- Μαϊου 2005, συνεχίστηκε ο διάλογος με τις Τράπεζες, χωρίς να σημειωθεί πρόοδος, αφού οι τελευταίες επέμεναν σε ΕΤΑΤ μη βιώσιμο και σε ασφαλιστικά δικαιώματα πολλών ταχυτήτων.
Το Γ.Σ. της ΟΤΟΕ απέρριψε τις θέσεις των Τραπεζών και θεώρησε «αιτία πολέμου» κάθε μονομερή ή μεμονωμένη λύση, εμμένοντας στη διεκδίκηση βιώσιμου ΕΤΑΤ με βάση την πρότασή μας.
Ερχόμενη ανοικτά πλέον σε βοήθεια των Τραπεζών, η Κυβέρνηση προσέθεσε διάταξη σε άσχετο νομοσχέδιο 13 άρθρα (Ν. 3371/05) για τη λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς, επιχειρώντας να διευθετήσει, μονομερώς και αυθαίρετα, το ασφαλιστικό του κλάδου.
Στόχος ήταν η ελάφρυνση συγκεκριμένων επιχειρήσεων, από το ασφαλιστικό αλλά και από το εργασιακό κόστος.
Ήταν εξαρχής ξεκάθαρο ότι με τη ρύθμιση αυτή η Κυβέρνηση: