Ακρόαση φορέων του Σ.Ν. «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις».
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ευχαριστώ για την πρόσκλησή σας.
Θα τοποθετηθώ επί των άρθρων 53 έως 57, που αφορούν στις Συλλογικές Εργασιακές σχέσεις. Η κύρια κριτική που κάνει η Ομοσπονδία μας στα άρθρα 53,55,56 είναι ότι πλαγιοκοπούν και με χειρουργικά, θα έλεγα, χτυπήματα αποδυναμώνουν και εν τέλει ακυρώνουν τις κλαδικές ΣΣΕ.
Οι κλαδικές ΣΣΕ είναι κορυφαίος εργασιακός θεσμός συλλογικής ρύθμισης.
Ορίζουν κατώτατες αμοιβές και θεμελιώδεις εργασιακούς κανόνες-πλαίσιο στο πεδίο ισχύος τους, στην ουσία είναι το «πάτωμα» για τις αποδοχές του συνόλου των εργαζομένων στον κλάδο.
Ορίζουν τα θεμελιώδη πλαίσια εργασιακού-κοινωνικού ανταγωνισμού, ώστε ο κακόπιστος εργοδότης να μην επωφελείται σε βάρος της υγιούς επιχειρηματικότητας του κλάδου του, εξοντώνοντας και εξαθλιώνοντας τον εργαζόμενο.
Έχουν κομβική αξία για το είδος της ανταγωνιστικότητας και το κοινωνικό πρόσημο της ανάπτυξης που προκρίνεται, αλλά και για τον περιορισμό των εργασιακών ανισοτήτων, ιδίως σε χώρες με κατακερματισμένη παραγωγική βάση (πληθώρα μικρών-μεσαίων επιχειρήσεων) όπως η Ελλάδα.
Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 53, 55 και 56 προκύπτει, ότι το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο. αμφισβητεί και χτυπά τις κλαδικές ΣΣΕ σε 4 επίπεδα, με επίπτωση την αποδυνάμωση τους και του προστατευτικού τους, για τον εργαζόμενο, ρόλο.
Αυτό προκύπτει από την εισαγωγή μιας ευρείας γκάμας εξαιρέσεων από την εφαρμογή της και μάλιστα σε μία χώρα, που μόλις βγήκε από μια δεκαετή κρίση, και άρα στην ουσία οι περισσότερες επιχειρήσεις κάποιο οικονομικό πρόβλημα θα έχουν και θα θελήσουν να επωφεληθούν από τη ρύθμιση, αναγκάζοντας και τα συμβαλλόμενα μέρη να προσαρμόσουν ανάλογα τους όρους της.
Εδώ ή εξαίρεση γίνεται εμφανέστατα πάγιος κανόνας, προωθώντας τη δημιουργία τοπικών ζωνών υποκατώτατων κλαδικών μισθών και όρων εργασίας. Πραγματικά αναρωτιόμαστε τι είδους επενδύσεις και ανάπτυξη αυτές θα εξυπηρετούν...
Και εδώ επιτρέπονται εξαιρέσεις, με απλή, μη δεσμευτική γνώμη του ΑΣΕ, χωρίς και πάλι να λαμβάνεται ουσιαστικά υπόψη η βούληση των ευθέως συμβαλλόμενων στην κλαδική ΣΣΕ μερών. Με κριτήρια και προϋποθέσεις που θα οριστούν με Υ.Α, αλλά και με πρόσθετες, πέραν του κριτηρίου του 50%, προϋποθέσεις ανταγωνιστικότητας κλπ, που δυσκολεύουν, εάν δεν καθιστούν αδύνατη την επέκταση.
Επειδή στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται, ότι υπάρχουν εξαιρέσεις από τις συμβάσεις και σε χώρες της Ε.Ε., θέλω να σημειώσω, ότι ναι υπάρχουν ρήτρες εξαίρεσης στην Ε,Ε., και εφαρμόζονται με ρητή συναίνεση των μερών της κλαδικής ΣΣΕ, αλλά σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, για περιορισμένο διάστημα, με ισχυρά ανταλλάγματα απαγόρευσης απολύσεων και με σαφώς οριοθετημένη θεματική.
Στην Ελλάδα όμως έχουμε ήδη υποστεί ευρύτατη μισθολογική «διόρθωση» και θεσμική απορρύθμιση, ακόμα και με εξαφάνιση πολλών κλαδικών ΣΣΕ, χωρίς ουσιαστική βελτίωση ανταγωνιστικότητας από αυτό τον παράγοντα, γιατί δεν είναι ο καθοριστικός.
Δεν υπάρχουν, κατά συνέπεια, περιθώρια για νεα συμπίεση αμοιβών και επιδείνωση όρων εργασίας.
Αντίθετα, απαιτείται πλήρης αποκατάσταση της ομαλότητας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Με ισχυροποίηση της ρυθμιστικής δυναμικής των κλαδικών ΣΣΕ και της ΕΓΣΣΕ.
Με στροφή της ανταγωνιστικότητας σε πιο δυναμικά, καινοτομικά και ποιοτικά στοιχεία.
Αντί για αυτά, έχουμε νέο πισωγύρισμα.
Για ποια, αλήθεια, ανταγωνιστικότητα και εξυγίανση ομιλούμε;
Δεν έχει το Κράτος άλλα μέσα, να βοηθήσει τις επιχειρήσεις με προβλήματα, τις κοινωνικές επιχειρήσεις ή ό,τι άλλο κρίνει σκόπιμο;
Στον 21ο αιώνα, στην εποχή της Γνώσης, της τεχνολογικής καινοτομίας και της ποιοτικής ανταγωνιστικότητας, είναι δυνατόν να προκρίνονται συνθήκες «επιχειρησιακής βιωσιμότητας» ξανά με μνημονιακές λογικές υποκατώτατων αμοιβών και υποβαθμισμένων συνθηκών εργασίας, που έδειξαν ήδη τα όρια και τις υφεσιακές τους παρενέργειες στην οικονομία μας;
Τέλος, για το κομβικό θέμα της Διαιτησίας (άρθρο 57). Εδώ επιχειρείται εκ νέου και παρά τις αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων να περικοπεί το συνταγματικό δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, ως έσχατο μέσο εάν οι απευθείας διαπραγματεύσεις των μερών και η Μεσολάβηση αποτύχουν. Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι: